Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoiperóne
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ipeˈrone] υπερόνιο (βαρυόνιο βαρύτερο από νουκλεόνιο με μη μηδενικό κβαντικό αριθμό ασυνήθιστης κατάστασης) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |