Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinvòlto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [inˈvɔlto] 1 περιτύλιγμα 2 επικάλυψη 3 πακέτο 4 δέμα 5 μπόγος 6 περίβλημα 7 ύφασμα περιτύλιξης 8 συσκευασία 9 κάλυμμα (βιβλίου) 10 χαρτί περιτύλιξης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |