Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianointrìgo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [inˈtrigo] 1 χάλκευση 2 ραδιουργία 3 μπέρδεμα 4 κυκεώνας 5 δύσκολη περίσταση 6 ίντριγκα 7 σκευωρία 8 συνωμοσία 9 μηχανορραφία 10 χάλκευμα 11 χάλι 12 δολοπλοκία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |