Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianointrecciàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [intretˈʧare] 1 περιπλέκω 2 υφαίνω 3 πλέκω 4 διαπλέκω 5 φαίνω 6 περιελίσσω 7 συμπεριπλέκω 8 συμπλέκω 9 εξυφαίνω 10 πλέκω το ένα με το άλλο 11 πλέκω σε κοτσίδα 12 φτιάχνω πλεξούδα στα μαλλιά 13 θηλυκώνω 14 συνυφαίνω intrecciarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [intretˈʧarsi] 1 συνυφαίνομαι 2 συμπλέκομαι 3 πλέκομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |