Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianointìngolo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [inˈtingolo] 1 ζουμί από βραστό κρέας με λαχανικά 2 ζουμί από βραστό ψάρι με λαχανικά 3 νόστιμο πιάτο 4 σάλτσα 5 σάλτσα κρέατος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |