Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianointestàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [intesˈtare] 1 καταχωρώ 2 συμπληρώνω κενά φόρμας 3 βάζω μέτωπο με μέτωπο 4 εγγράφω intestarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [intesˈtarsi] 1 είμαι αποφασισμένος (να κάνω κάτι) 2 επιμένω 3 μου μπαίνει ιδέα στο κεφάλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |