Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianointempestìvo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [intempesˈtivo] 1 απρόσφορος 2 ανάρμοστος 3 αταίριαστος 4 απρεπής 5 άτοπος 6 ακατάλληλος 7 άκαιρος 8 πρόωρος 9 ανεπίκαιρος 10 παράκαιρος 11 ασυνήθιστος για την εποχή 12 άστοχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |