Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinsórgere
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [inˈsorʤere] 1 αναφύομαι 2 εμφανίζομαι ξαφνικά 3 εκδηλώνομαι 4 ξεφυτρώνω 5 διαμαρτύρομαι 6 προβάλλω 7 ανατέλλω 8 αποστατώ 9 επαναστατώ 10 ξεσηκώνομαι 11 εξεγείρομαι 12 αναφαίνομαι 13 φανερώνομαι 14 στασιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |