Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinsìdia
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [inˈsidja] 1 λούμπα 2 κίνδυνος 3 μέσο για εξαπάτηση και σύλληψη ζώων 4 παγίδα 5 δόκανο 6 ενέδρα 7 σαγήνη 8 δέλεαρ 9 δόλωμα 10 ύπουλος κίνδυνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |