Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinsabbiaménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [insabbjaˈmento] 1 κάλυψη με κατακάθια λάσπης 2 τοποθέτηση σε θυρίδα αρχειοθήκης 3 κλείσιμο υπόθεσης 4 κάλυψη με άμμο 5 εναπόθεση ιλύος ποταμού 6 τοποθέτηση στα ράφια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |