Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinoperóso
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [inopeˈroso], [inopeˈrozo] 1 αργός 2 νωθρός 3 ανενεργός 4 στάσιμος 5 ακινητοποιημένος 6 αδρανής 7 τεμπέλικος 8 σε στασιμότητα 9 σε ακινησία 10 αναποτελεσματικός 11 σε τελμάτωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |