Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinnovàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [innoˈvare] 1 αναμορφώνω 2 αναδιαρθρώνω 3 μετασχηματίζω 4 μεταρρυθμίζω 5 ανακαινίζω 6 ανασυγκροτώ 7 αλλάζω 8 πρωτοπορώ 9 νεωτερίζω 10 καινοτομώ 11 δημιουργώ νέα προὶόντα 12 εισάγω νέες μεθόδους 13 πρωτοτυπώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |