Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinnalzàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [innalˈtsare] 1 οικοδομώ 2 σηκώνω 3 ορθώνω 4 τείνω προς τα πάνω 5 επιτείνω 6 υψώνω 7 υπερυψώνω 8 ανατείνω 9 χτίζω 10 εξαίρω 11 προβιβάζω 12 ανορθώνω 13 εξυμνώ 14 εγκωμιάζω 15 προάγω 16 ανυψώνω 17 στήνω 18 ανεγείρω 19 ανασηκώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |