Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinibizióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [inibitˈtsjone] 1 ανακοπή 2 απαγόρευση 3 αναστολή 4 ανάσχεση 5 καταστολή 6 χαλιναγώγηση 7 αποτροπή 8 αποκλεισμός 9 δέσμευση 10 συγκράτηση 11 αναχαίτιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |