Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoingrognato
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ingroɲˈɲato] 1 κατηφής 2 σκουντούφλης 3 κατσούφης 4 θυμωμένος 5 αγέλαστος 6 βλοσυρός 7 τσαντισμένος 8 μουτρωμένος 9 κακοδιάθετος 10 ενοχλημένος 11 οργισμένος 12 σκυθρωπός 13 σύνοφρυς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |