Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoingrassàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [ingrasˈsare] παχαίνω ingrassàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [ingrasˈsare] 1 παχαίνω 2 γρασάρω 3 κάνω γόνιμο 4 λιπαίνω έδαφος με λιπάσματα 5 κάνω κάποιον παχύ 6 λαδώνω με λιπαντικό-γράσο 7 κάνω κάποιον να φαίνεται πιο χοντρός 8 αλείφω με λίπος 9 λιπαίνω με κοπριά ingrassarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [ingrasˈsarsi] 1 ευδοκιμώ 2 παχαίνω 3 ευημερώ 4 χοντραίνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |