Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinferìre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [infeˈrire] 1 εξάγω συμπέρασμα 2 συμπεραίνω αφαιρετικά 3 βγάζω συμπέρασμα τεκμηριωμένα 4 επιβάλλω 5 προκαλώ 6 προξενώ 7 καταφέρνω 8 επιφέρω 9 συμπεραίνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |