Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinfecóndo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [infeˈkondo] 1 λεπτόγειος 2 άγονος 3 άφορος 4 αδιαφόρετος 5 ασύμφορος 6 στείρος 7 λεπτόγαιος 8 χέρσος 9 άκαρπος 10 μη παραγωγικός 11 μη αποδοτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |