Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinètto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [iˈnɛtto] 1 σκιτζής 2 μπαλωματής 3 ξυλοσκίστης 4 αλμπάνης 5 βλάκας 6 ανίκανος άνθρωπος 7 αδέξιος τεχνίτης inètto aggettivo Pronuncia I.P.A.: [iˈnɛtto] 1 απρόσφορος 2 παράλογος 3 άτοπος 4 ακατάλληλος 5 αταίριαστος 6 ανάρμοστος 7 ανεύθετος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |