Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoindótto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [inˈdotto] 1 οπλισμός (μαγνήτη ή ηλεκτρομαγνήτη κλπ) 2 περιστροφικό τμήμα μηχανής 3 στροφέας indòtto aggettivo Pronuncia I.P.A.: [inˈdɔtto] 1 αγράμματος 2 επαγόμενος (ηλεκτρικά ή μαγνητικά) 3 αναλφάβητος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |