Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoindolènza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [indoˈlɛntsa] 1 φυγοπονία 2 οκνηρία 3 δυσκινησία 4 ακαματοσύνη 5 μαχμουρλίκι 6 σπαρίλα 7 ραθυμία 8 νωχέλεια 9 νωθρότητα 10 τεμπελιά 11 ρεμπέλεμα 12 ραχατλίκι 13 ακαματιά 14 δυσκολία στην κίνηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |