Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoincitatóre
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [inʧitaˈtore] 1 υποκινητής 2 υποβολέας 3 εμπνευστής 4 παρακινητής 5 διεγέρτης 6 ηθικός αυτουργός 7 προβοκάτορας incitatóre aggettivo Pronuncia I.P.A.: [inʧitaˈtore] 1 συμβουλευτικός 2 παρορμητικός 3 ενθαρρυντικός 4 προτρεπτικός 5 παραινετικός 6 παρακινητικός 7 παρακελευσματικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |