Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoincidènza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [inʧiˈdɛntsa] 1 επακόλουθο 2 αποτέλεσμα 3 επίπτωση 4 απήχηση 5 ρυθμός ανάπτυξης συμβάντων 6 πρόσπτωση 7 σύμπτωση 8 αντίκτυπος 9 συμβάν 10 δύναμη σύγκρουσης 11 σύγκρουση 12 απόσταση μεταξύ δύο αντικειμένων 13 επενέργεια 14 επιρροή 15 επίδραση 16 συνέπεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |