Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinchiodàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [inkjoˈdare] 1 καρφώνω 2 ακινητοποιώ 3 προσηλώνω 4 τρυπώ με καρφί 5 καθηλώνω 6 μπήγω καρφί 7 στερεώνω με καρφί 8 κρατώ κάτι σταθερό 9 μπήγω inchiodarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [inkjoˈdarsi] 1 βουτώ στα χρέη 2 καταχρεώνομαι 3 σταματώ απότομα 4 παθαίνω εμπλοκή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |