Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoincassàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [inkasˈsato] 1 βαθουλωτός 2 βαθουλωμένος 3 περίφρακτος 4 βαθιά χωμένος 5 παραχωμένος 6 βαθιά εδραιωμένος 7 βυθισμένος 8 περίκλειστος 9 έγκλειστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |