Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoincaricàto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [inkariˈkato] 1 αντιπρόσωπος 2 υπάλληλος 3 ατζέντης 4 διορισθείς υπάλληλος 5 αρμόδιος υπάλληλος 6 αναπληρωτής καθηγητής 7 αναπληρωτής δάσκαλος incaricàto aggettivo Pronuncia I.P.A.: [inkariˈkato] 1 υπεύθυνος 2 επιφορτισμένος 3 διορισθείς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |