Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinattualità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [inattualiˈta] 1 οπισθοδρομικότητα 2 αχρηστία 3 βαθμιαία αχρήστευση 4 επιμονή σε παλιό τρόπο ζωής 5 έλλειψη τοπικού ενδιαφέροντος 6 αναχρονισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |