Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinalberàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [inalbeˈrare] 1 σηκώνω 2 ανεβάζω τιμή προσφοράς 3 ανυψώνω (με τροχαλία ή βίντζι κλπ) 4 υψώνω 5 υψώνω βιαστικά 6 φυτεύω δέντρα 7 αναδασώνω inalberarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [inalbeˈrarsi] 1 γίνομαι έξω φρενών 2 σηκώνομαι 3 εξοργίζομαι 4 νευριάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |