Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimpressionàbile
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [impressjoˈnabile] 1 εντυπωσιαζόμενος εύκολα 2 ευεπηρέαστος 3 εύθικτος 4 ευπρόσβλητος 5 αισθηματίας 6 ευερέθιστος 7 αψίθυμος 8 ευαίσθητος 9 ευσυγκίνητος 10 μυγιάγγιχτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |