Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimpennàta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [impenˈnata] 1 παροξυσμός οργής 2 σήκωμα αεροσκάφους 3 σούζα ποδηλάτου ή μοτοσικλέτας 4 άνοδος ή κάθοδος αεροσκάφους 5 τίναγμα στα πίσω πόδια (αλόγου) 6 βούτηγμα της πένας στο μελάνι για ξεκίνημα γραφής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |