Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimbràtto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [imˈbratto] 1 κακότεχνο γράψιμο 2 κακομαγειρεμένο φαγητό 3 νερόπλυμα 4 απόπλυμα 5 κακό κείμενο συγγραφέα 6 τσαπατσουλιά 7 ατζαμίδικο έργο 8 ατεχνία 9 κακός πίνακας ζωγραφικής 10 πρώτο χοντρό χέρι σοβαντίσματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |