ItalianoGreco


imboscaménto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [imboskaˈmento]

1 κρύψιμο στο δάσος
2 αποφυγή της στρατιωτικής θητείας
3 περίοδος που αντιστοιχεί στην πέμπτη φάση του μεταξοσκώληκα
4 απόκρυψη προὶόντων με το σκοπό της κερδοσκοπίας

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---