Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimbizzarrìre
verbo transitivo e intransitivo Pronuncia I.P.A.: [imbiddzarˈrire] 1 βγαίνω εκτός εαυτού 2 παραξενεύω 3 χάνω την αυτοκυριαρχία μου 4 γίνομαι νευρικός 5 διεγείρομαι 6 γίνομαι ανεξέλεγκτος imbizzarrirsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [imbiddzarˈrirsi] 1 γίνομαι ανεξέλεγκτος 2 διεγείρομαι 3 γίνομαι νευρικός 4 βγαίνω εκτός εαυτού 5 παραξενεύω 6 χάνω την αυτοκυριαρχία μου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |