Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoillusìvo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [illuˈzivo] 1 δελεαστικός 2 αποκοιμιστικός 3 εξαπατητικός 4 εμπαικτικός 5 παραισθητικός 6 απατηλός 7 παραπλανητικός 8 ψευδαισθητικός 9 κίβδηλος 10 παραπειστικός 11 μαγγανευτικός 12 κάλπικος 13 αποπλανητικός 14 πλαστός 15 πλανερός 16 δόλιος 17 σοφιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |