Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoillogicità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [illoʤiʧiˈta] 1 εξωφρενισμός 2 ιδεοληψία 3 παραδοξολογία 4 εξωφρενικότητα 5 ασυνεσία 6 ατοπία 7 αφροσύνη 8 παραλογητό 9 ακαταλογησιά 10 ασυνέπεια 11 παραλογισμός 12 αλλοκοτιά 13 παράνοια 14 ασυναρτησία 15 ανακολουθία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |