Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoillibàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [illiˈbato] 1 άδολος 2 άμεμπτος 3 παρθενικός 4 παρθένος 5 αμαγάριστος 6 άφθορος 7 άψογος 8 αδέκαστος 9 αμάλαγος 10 αμόλυντος 11 αγνός 12 αδιάφθορος 13 ανέγγιχτος 14 ηθικός 15 αμίαντος 16 ανόθευτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |