ItalianoGreco


guàzzo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ˈgwattso]

1 πίνακας με υδροδιαλυτά χρώματα σε μίγμα με κόμμι
2 βαφική ύλη από υδροδιαλυτά χρώματα σε μίγμα με κόμμι
3 λακκούβα με λάσπη
4 λιμνούλα
5 λιμνούλα με στάσιμο νερό
6 ζωγραφική με υδροδιαλυτά χρώματα σε μίγμα με κόμμι
7 στέρνα

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---