Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoguarnitùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [gwarniˈtura] 1 γαρνιτούρα 2 οπλισμός 3 διακόσμηση 4 ξάρτια 5 εξάρτυση 6 σκευή 7 άρμενα 8 γαρνίρισμα 9 αρματωσιά πλοίου 10 εξάρτιση 11 αρματωσιά 12 εξοπλισμός 13 εφοδιασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |