Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogrìnta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈgrinta] 1 ευψυχία 2 άσχημη φάτσα 3 μούρη 4 θάρρος 5 σκυλίσια αποφασιστικότητα 6 σθένος 7 μακάβρια έκφραση προσώπου 8 θάρρος ανυποχώρητο σε κίνδυνο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |