Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogremìre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [greˈmire] 1 μπουκώνω 2 γομώνω 3 στριμώχνω 4 γεμίζω συμπιέζοντας 5 στοιβάζω 6 παραγεμίζω 7 γεμίζω 8 τυλώνω 9 υπερπληρώνω 10 στουμπώνω gremirsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [greˈmirsi] 1 στοιβάζομαι 2 στριμώχνομαι 3 συνωθούμαι 4 υπερπληρώνομαι 5 γεμίζω ξέχειλα 6 ασφυκτιώ 7 συνωστίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |