ItalianoGreco


gravóso  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [graˈvoso], [graˈvozo]

1 συνθλιπτικός
2 ψυχοπλακωτικός
3 απαιτών μεγάλη ακρίβεια
4 τυραννικός
5 επαχθής
6 επίμοχθος
7 ενοχλητικός
8 δύσκολος
9 βαρύς
10 δυσβάστακτος
11 εξαντλητικός
12 δυσάρεστος
13 απαιτητικός
14 καταθλιπτικός
15 καταπιεστικός
16 αβάσταχτος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---