Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianograttacàpo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [,grattaˈkapo] 1 μπελάς 2 έγνοια 3 βάσανο 4 σκοτούρα 5 ενόχλημα 6 πονοκέφαλος 7 φασαρία 8 σεκλέτι 9 ανησυχία 10 ενόχληση 11 παρενόχληση 12 παραφόρτωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |