Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogràmola
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈgramola] 1 σκαφίδι ζυμώματος 2 ζυμωτήριο 3 μηχανή ζυμώματος 4 μηχανή που κοπανάνε το λινάρι 5 σκάφη 6 μηχανή διαχωρισμού (κλωστοϋφαντουργίας) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |