Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianograduazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [graduatˈtsjone] 1 αξιολόγηση 2 βαθμολογημένη κλίμακα 3 βαθμοθεσία 4 ανιούσα σειρά αξιών 5 διαβάθμιση 6 αναβαθμός 7 βαθμολόγηση 8 διαβάθμιση οργάνου ποσότητας 9 βαθμολογία 10 βαθμοθέτηση 11 βαθμονόμηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |