Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogradiménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [gradiˈmento] 1 χαροποίηση 2 αγαλλίαση 3 ικανοποίηση 4 συγκατάθεση 5 ηδονή 6 ευχαρίστηση 7 βάλσαμο 8 γλυκασμός 9 καλοκάρδισμα 10 ευαρέσκεια 11 ευαρέστηση 12 απόλαυση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |