Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianognomóne
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ɲoˈmone] 1 γνώμων 2 δείκτης ηλιακού ρολογιού 3 τμήμα παραλληλογράμμου που παραμένει μετά την αφαίρεση μικρότερου 4 παραλληλόγραμμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |