Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogiurisprudènza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ʤurispruˈdɛntsa] 1 νομική επιστήμη 2 σύνολο αποφάσεων για ένα θέμα 3 σύνολο δικαστικών αποφάσεων για το ίδιο ή παραπλήσιο θέμα 4 νομολογία 5 δικαστική ερμηνεία νόμου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |