Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogiovàre
verbo transitivo e intransitivo Pronuncia I.P.A.: [ʤoˈvare] 1 είμαι ωφέλιμος 2 κάνω καλό (σε κάποιον ή κάτι) 3 είμαι καλός 4 είμαι χρήσιμος 5 χρησιμεύω giovarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [ʤoˈvarsi] 1 εκμεταλλεύομαι 2 επωφελούμαι 3 δράττομαι 4 ευεργετούμαι 5 ωφελούμαι 6 νέμομαι 7 χρησιμοποιώ 8 απολαμβάνω 9 απολαύω 10 αποκομίζω 11 δρέπω 12 κερδίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |