Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoghiótto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈgjotto] 1 επιθυμητός (για πράγματα) 2 ανεχόρταγος 3 αδηφάγος 4 ακόρεστος 5 πλεονέκτης 6 άπληστος 7 νόστιμος (για φαγητό) 8 λαίμαργος 9 αχόρταγος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |