Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogaleòtto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [galeˈɔtto] 1 μαστροπός 2 τιποτένιος 3 αλιτήριος 4 κατεργάρης 5 σκλάβος σε κάτεργο 6 παλιάνθρωπος 7 αγαπητικός πόρνης 8 προστάτης πουτάνας 9 σωματέμπορος 10 κατάδικος 11 νταβατζής 12 ρουφιάνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |